- κοπροβολεῖον
- κοπρο-βολεῖον, τό,A dunghill, Eust.1404.64.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοπροβολείον — κοπροβολεῑον, τὸ (Μ) 1. τόπος όπου συνήθως ρίχνουν ακαθαρσίες, κοπρώνας 2. αφοδευτήριο, αποχωρητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπροβόλος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *κοπροβολῶ] … Dictionary of Greek
κοπροβολεῖον — dunghill neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)